- κιθάριον
- κῐθάρ-ιον, τό, Dim. ofA
κίθαρος 11
, Ptol.Euerg.9J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κίθαρος 11
, Ptol.Euerg.9J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιθάριον — κιθάριον, τὸ (Α) υποκορ. του ψαριού κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίθαρος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κιθάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρίου — κιθάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)